Το Μποτέ στα Σμυρνέικα Χρόνια
“Ποτέ μη βάλεις στη μούρη σου κάτι, που δεν μπορείς να το φας” έλεγε πάντα η Ευταλία με το μάγουλο τσίτα. Το
εμπόριο άνθιζε, γιατί τα καϊμάκια της ήταν ζηλευτά, μπιρ-παρά, και τρεις φορές καλύτερα από του Μισιρλή…
“Με το χατζέρ έκοβε τα νεράτζια. Έβγαζε το λάδι τους από τη φλούδα πιέζοντάς τη. Οι λίγες πολύτιμες αυτές
σταγόνες απλώνονταν πάνω στο τσάγαλο, που το έλιωνε με το κοπάνι. Το ανακάτευε με στραγγιχτό γιαούρτι
από γάλα κατσικίσιο. Γινόταν ένα καϊμάκ ζηλευτό. Στο χωριό το’βαζαν στα παγωμένα νερά της λίμνης Ιντζέρ.
Στη Σμύρνη το κρατούσανε στο νυφ νταγκ και το μοσχοπουλούσανε στις μορφονιές. Τα Μπάνια της Ντιάνας
ήταν η δυνατή αγορά, όπου γινόταν το αλισβερίσι. Όλες οι κουτσούκες βολτάρανε στα νερά της πηγής και
λούζονταν για την ομορφιά τους. Από την Αγία Φωτεινή, τα Μορτάκια, τα Καρτιέ, όλες έρχονταν στα μαγικά
νερά. Με το γάργαρο νερό της πηγής, φτιάχναμε με την Ευταλία το τριανταφυλλόνερο που δρόσιζε το δέρμα
τους. Τι βάλσαμο ήταν εκείνο! Κοπανάγαμε το πέταλο του τριαντάφυλλου σε σκόνη μόλις είχε αποξηραθεί.
Καπανάγαμε τις παπαρούνες που μαζεύαμε από τους αγρούς. Το ανακατεύαμε με το μοσχάλευρο. Και ρόδιζαν τα
μάγουλα όλης της Σμύρνης με τη πούδρα “Λα Μπελ Φαμ”, όπως την είχε ονομάσει η Λευκοθέα. Και να τα βάζα με
τα αγγουρόνερα και να τα βάζα με τα βατόμουρα που λιάζονται στους ήλιους. Και δωσ’του τρέχαμε στους αγρούς
για να μαζέψουμε το πρώτο χαμομήλι Μάη μήνα, που έφτιαχνε το καϊμάκι των ματιών. Και δωσ’του τρέχαμε στα
μαντριά να πάρουμε την ανιολίνη από τα αρνιά και το πρώτο γάλα από τα κατσίκια…”
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Οι Μάγισσες της Σμύρνης”)